Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

3ο Γυμνάσιο Χίου Τάξη: Γ2΄ Σχολικό Έτος: 2015 – 2016 Μάθημα: Τοπική Ιστορία Καθηγητής: κ. Καρατζάς Κων/νος (ΠΕ01)

3ο Γυμνάσιο Χίου Τάξη: Γ2΄

Σχολικό Έτος: 2015 – 2016    Μάθημα: Τοπική Ιστορία

Μαθήτριες: Κοιλαλού Μαρία, Πλαστήρα Αναστασία – Μαρκέλλα, Μουτάφη Βασιλική και Μαυρέλου Ελένη


Καθηγητής: κ. Καρατζάς Κων/νος (ΠΕ01)

Η Αγία Μαρκέλλα η Χιοπολίτης



Η ένδοξη Παρθενομάρτυρας του Χριστού Μαρκέλλα γεννήθηκε στο χωριό της Βόρειας Χίου, Βολισσός. Η μητέρα της ήταν πιστή Χριστιανή και την δίδαξε την αγάπη προς το Χριστό και την μελέτη του Ευαγγελίου Του. Όμως, σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανή από μητέρα κι αυτό τη λύπησε βαθύτατα. Μόνο μέσα στις ζωηφόρες σελίδες των Γραφών έβρισκε παρηγοριά και ρίζωνε η ελπίδα της στο μοναδικό Πατέρα και Προστάτη Θεό.
            Ο μισόκαλος, όμως, διάβολος άναψε μέσα στην καρδιά του πονηρού και σκοτεινού ειδωλολάτρη πατέρα της, τον σαρκικό έρωτα προς την κόρη του και ήθελε ο αναίσχυντος με αισχρά και δαιμονικά λόγια να παρασύρει την Μαρκέλλα στην αμαρτία. Ανήκουστο αυτό, να είναι κόρη και γυναίκα του πατέρα της. Τότε, η Αγία παίρνει την μεγάλη απόφαση. Εγκαταλείπει το πατρικό της σπίτι θέλοντας να διατηρήσει το ηθικό και πνευματικό κάλλος της. Τρέχει πάνω στα βουνά για να βρει ένα απόκρυφο μέρος. Ο πατέρας της μανιασμένος την κυνηγάει και η Αγία κουρασμένη αναγκάζεται να κρυφτεί μέσα σε μία πελώρια βάτο, μέσα στο μέρος ακριβώς που σήμερα είναι χτισμένος ο ναός προς τιμήν της. Έτσι ο πατέρας την χάνει από τα μάτια του. Επειδή, λοιπόν, δεν μπορούσε να μπει μέσα στη βάτο από την μανία της ακολασίας του έβαλε φωτιά για να την κάψει ζωντανή. Η Μαρκέλλα κατόρθωσε να διαφύγει από τη βάτο και έτρεξε στη παραθαλάσσια αυτή περιοχή και αφού πέρασε την πεδιάδα έτρεξε πάνω στους βράχους και στις πέτρες της θάλασσας. Ο ακόλαστος πατέρας της, επειδή δεν κατόρθωσε να την φτάσει την πλήγωσε με ένα βέλος από μακριά. Εκείνη, όμως, πληγωμένη έτρεχε για να σωθεί. Από τότε οι πέτρες βάφτηκαν κόκκινες και κατά θαυμαστό τρόπο το χρώμα αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα. Η Αγία εξακολουθεί την μαρτυρική της πορεία πληγωμένη. Οι δυνάμεις της αρχίζουν να την εγκαταλείπουν και σε λίγο ο ασελγής πατέρας της θα την φτάσει. Δεν της απομένει άλλη ελπίδα παρά μόνο ο Χριστός. Υψώνει, λοιπόν, τα χέρια της και προσεύχεται Κύριε, εσύ που έχεις τη δύναμη να με διαφυλάξεις σχίσε το βράχο να κρυφτώ, δώσε συγχώρεση στον πατέρα μου και πάρε το πνεύμα μου. Και το θαύμα έγινε. Όταν έφτασε ο πατέρας της η Μαρκέλλα ήταν κρυμμένη μέσα στον βράχο μέχρι την μέση. Δαιμονισμένος από θυμό και μην μπορώντας να τη βγάλει, την αρπάζει από τα μαλλιά. Με εωσφορικό χέρι, με απανθρωπιά και θηριωδία, αφαίρεσε τους μαστούς της και τους πέταξε στο βουνό. Έπειτα απέκοψε το κεφάλι της και το πέταξε στα κύματα. Το κεφάλι της καθώς επέπλεε στη θάλασσα έβγαζε τη νύχτα μια εξαιρετική λάμψη. Έτσι, ένα περαστικό πλοίο το παρέλαβε. Σήμερα, λέγεται πως η Αγία κάρα της Παρθενομάρτυρος Μαρκελλας βρίσκεται στην Ρώμη. Ίσως μεταφέρθηκε εκεί την εποχή της κατοχής της Χίου από τους Γενουάτες (14ος – 16ος αι.).
         Έτσι, η Αγία Μαρκέλλα, κατά τον Όσιον Νικηφόρο το Χίο, το βιογράφο της, ως μεν Παρθένος εισήλθε εις τον ουράνιον νυμφώνα, μετά των φρόνιμων παρθένων, ως δε Μάρτυς μετά των Μακκαβαίων και του Τίμιου Προδρόμου μακαρίζεται, διότι αυτοί δεν παρέδωσαν τη ζωή τους εις θάνατον, δια να μην αρνηθούν τον αληθή Θεόν, καθώς ύστερον οι Μάρτυρες, αλλά δια τον νόμον Κυρίου….
         Έκτοτε από τον βράχο εκείνο αναβλύζει νερό θαυματουργό, που θερμαίνεται και βράζει πολλές φορές, όταν ο Ιερέας ψάλει στο Αγίασμα την Ιερά Παράκληση ή τον κανόνα της Αγίας και πολλούς θεραπεύει, που με πίστη προσέρχονται κατά την ημέρα την γιορτής της, την 22α Ιουλίου.



Βιβλιογραφία – Πηγές:

    1) Ημερολόγιον Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών του 1983.
    2) Σύντομη Βιογραφία του Χορού των εν αθλήσει και ασκήσει εν τη νήσω
         Χίω διαλαμψάντων Αγίων, Ιερά Σκήτη των Αγίων Πατέρων, Χίος 2003.








Μαθητές: Ιωάννης Μαυρέλος, Μάρκος Μπατζός, Μιχάλης Μενδωνίδης και Διομήδης Μακάς.

Καθηγητής: κ. Καρατζάς Κων/νος (ΠΕ01)


Το χωριό Κυδιάντα της βορειοανατολικής Χίου




     Στην βορειοδυτική άκρη μιας κοιλάδας με ελιές ένα μονοπάτι οδηγεί στην Κυδιαντα. Είναι ένα εγκαταλειμμένο χωριό της βορειοανατολικής Χίου απ’ το 1949. Απ’ αυτό προέρχονται πολλοί απ’ τους κατοίκους της Συκιάδας και της Λαγκάδας.
Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Κοιλάντα από τα Κοίλα, οικισμό της αρχαϊκής εποχής. Τα Κοίλα είναι η πρώτη κοιτίδα των σημερινών πολισμάτων Κυδιάντας, Συκιάδας, Λαγκάδας, Βροντάδου και Καρδαμύλων. Αναφέρεται η ύπαρξή τους απ’ τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό, Ηρόδοτο (ο οποίος αναφέρει ότι εκεί ο Ιστιαίος σκότωσε πολλούς Χιώτες ύστερα από τη ναυμαχία της Λάδης το 494 π. Χ.). Διατηρήθηκαν μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια, οπότε και καταστράφηκαν από πειρατές. Σήμερα, διασώζονται από τα Κοίλα ίχνη ερείπιων και εκκλησίες περίφημες για της τοιχογραφίες τους, όπως ο Άγιος Γεώργιος, η Παναγία η Κοιλανή και ο Άγιος Παντελεήμονας.
            Η Κυδιάντα θεωρείται μεσαιωνικός οικισμός, χτισμένος στο κοίλο της πλαγιάς των Ρόδινων, γεμάτης με κέδρους έως το 1822, που το δάσος το έκαψαν οι Τούρκοι για να βρουν φυγάδες.
            Την περίοδο της Γενουατοκρατίας (1346-1566) ήταν ο σπουδαιότερος οικισμός της βορειοανατολικής Χίου, αόρατη από τη θάλασσα και τις αρπακτικές ματιές των πειρατών.  
Το 1822, κατά την επανάσταση των Χιωτών για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, η Κυδιάντα καταστράφηκε και οι κάτοικοί της κατασφάχτηκαν. Οι Τούρκοι, μάλιστα, συνέλαβαν τον παπά Κωνσταντή Κούνουπα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ενώ λειτουργούσε, τον σαμάρωσαν και τον κατέβασαν στην πόλη της Χίου, όπου και μαρτύρησε στην πλατεία Βουνακίου.
Το 1830 άρχισε η επιστροφή των φυγάδων στην Κυδιάντα και η ανοικοδόμηση του χωριού. Οι κάτοικοι σιγά σιγά άρχισαν να ασχολούνται και με τη ναυτιλία πέραν της γεωργίας.
Ο μεγάλος σεισμός της 22ας Μαρτίου 1881 προκάλεσε φόβο στις μισές οικογένειες της Κυδιάντας, με αποτέλεσμα εκείνες να την εγκαταλείψουν και να μετοικίσουν στο κοντινό χωριό Συκιάδα. Ήδη από το 1870 οι Κυδιαντούσοι ναυτικοί είχαν αρχίσει να κτίζουν στην παραλία της Λαγκάδας.    
Το 1890 ο  πληθυσμός της Κυδιαντας ήταν 150 οικογένειες. 
Το 1912 η ώρα της λευτεριάς από τους Τούρκους έφτασε στο χωριό. Με οπλαρχηγούς τους Πλαστήρα, Παπαδογιάννη, Τσόντο, Βρανά και Βελέτζα ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κυδιάντα. 
Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 απέτυχε η προσπάθεια των Τούρκων να επανακτήσουν και να λεηλατήσουν την Κυδιάντα.
Το 1920 έφτασε η Κυδιάντα να έχει πληθυσμό 1227 ψυχών.
Το σχολείο του χωριού λειτούργησε μέχρι και το 1948.
Οι Κυδιαντουσοι ήταν φημισμένοι για την καλοσύνη, τη φιλοτιμία και την αλληλεγγύη τους. Κυρίως, όμως, ήταν γνωστοί σαν γλεντζέδες. Αλλά, και η Κυδιαντούσαινα ήταν φημισμένη νοικοκυρά και αγωνίστρια.
          Μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και τη μάχη της Κυδιάντας μεταξύ  εθνικού στρατού και ντόπιων κομμουνιστών ανταρτών ο κόσμος αγριεύτηκε και άρχισε με γρήγορο ρυθμό να την εγκαταλείπει. Το τελευταίο χτύπημα δόθηκε το 1949 με το μεγάλο σεισμό να σχίζει σε πολλά σημεία το δρόμο που οδηγούσε στο χωριό.
Έτσι, λοιπόν, λίγο καιρό αργότερα στις αρχές του 1960, η Κυδιάντα είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι το πρώτο οριστικά εγκαταλελειμμένο χωριό του νησιού μας. Έτσι, έχει μείνει στις μνήμες μας ως τόπος λατρευτός και αξέχαστος, τόπος Άγιος και ιερός.
Στην Κυδιάντα διατηρούνται, σήμερα, δυο σημαντικές εκκλησιές, του Αγίου Ιωάννου του Πρόδρομου και της Αγίας Αναστασίας. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή γίνεται στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη περιφορά του Επιταφίου χωρίς την παρουσία ιερέα.




Βιβλιογραφία – Πηγές:

       1) Καριάμη Μιχάλη, «Κυδιάντα», Πελιναίο, τεύχος 4, Χίος 1998, σσ. 10-15.
       2) Χωρεάνθη Κώστα, Χίος – Τουριστικός Οδηγός, έκδοση Τρίτη, Χίος, χ. χ.






Μαθητές: Σταύρος Μουχλής, Στέλιος Μελέκι, Γιάννης Λίνας και Θοδωρής Μπογιατζής

Καθηγητής: κ. Καρατζάς Κων/νος (ΠΕ01)

Εργασία Γ΄ Τριμήνου

Μετζητιέ Τζαμί



Το Μετζιτιέ τζαμί ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Βρίσκεται στην πλατεία Βουνακίου της πόλης της Χίου, και συγκεκριμένα στις οδούς Κανάρη και Φυστέλ ντε Κουλάνς. Κατασκευάστηκε με χορηγία του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ του Β΄ από τον οποίο πήρε και το όνομα του.
            Παραδίδεται ότι κτίσθηκε από Έλληνες τεχνίτες και αρχιτέκτονα, πάνω στα ερείπια χριστιανικής εκκλησίας η οποία ήταν αφιερωμένη στην Παναγία την Ελεημονήτρια. Από την απελευθέρωση της Χίου από τους Τούρκους το 1912 και ύστερα το κτήριο στέγασε τα αρχαία και τις αρχαιολογικές συλλογές και αποτέλεσε το πρώτο μουσείο του νησιού.
            Εξωτερικά το τέμενος αποτελείται από: το κύριο κτήριο, που οργανώνεται σε υπόγειο και ισόγειο όροφο, τον μιναρέ στην νότια πλευρά του τεμένους και δύο κτήρια πολυγωνικής κάτοψης, την κρήνη και το φυλακείο, που είναι ενσωματωμένα στην ορθογώνια σε κάτοψη αυλή. 
Το κύριο κτήριο του τεμένους είναι τετράγωνο σε κάτοψη, συνολικών εξωτερικών διαστάσεων 24x12.5x15μ. Το ισόγειο αποτελείται από τρείς χώρους, ίδιου πλάτους αλλά διαφορετικού μήκους: το προστώο, τον νάρθηκα και την κυρίως αίθουσα. Η κύρια αίθουσα του κτηρίου στεγάζεται με μολυβδοσκέπαστο ημισφαιρικό θόλο, που φέρεται επί μεταλλικού σκελετού, ο νάρθηκας καλύπτεται με μολυβδοσκέπαστο κυλινδρικό (σκαφοειδή) θόλο που στηρίζεται σε ξύλινο σκελετό, και το προστώο με μονορρίχτη κεραμοσκεπή στέγη.
           Εσωτερικά, το κτήριο φωτίζεται από δεκατρία μεγάλα οξυκόρυφα τοξωτά παράθυρα και έξι στρογγυλούς φεγγίτες στο άνω τμήμα. Η μοναδική είσοδος στη ΒΔ πλευρά διασώζει ανάγλυφη δρύινη θύρα. Στο εσωτερικό διατηρείται το μιχράμπ και το μινμπέρ. Στη ΝΔ πλευρά υψώνεται μιναρές, του οποίου η υψηλή βάση είναι κατασκευασμένη με πέτρα από τις Ερυθρές της Μίκρας Ασίας, ο κορμός με θυμιανούσικη πέτρα, ενώ ο εξώστης είναι μαρμάρινος.
            Το τέμενος ανήκει στο συνήθη απλό αρχιτεκτονικό τύπο, που ακολουθείται στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα στους ύστερους χρόνους της οθωμανικής κατοχής. Η σημερινή του μορφή ανάγεται στην επισκευή του μετά το σεισμό του 1881.
             Το 2004 το μουσείο έκλεισε για το κοινό, το 2005 άρχισε το έργο του εκσυγχρονισμού του με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 2009. Το μουσείο άνοιξε ξανά για το κοινό το 2010 με νέα εκθέματα και λειτουργεί ως Βυζαντινό. Ιδιαίτερα σημαντικά μεταξ΄τα των εκθεμάτων είναι οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα από το ναό της Παναγίας της Κρήνας στο χωριό Βαβύλοι της κεντρικής Χίου και τα δύο μαρμάρινα υπέρθυρα που προέρχονται από μέγαρα Γενουατών στο Κάστρο της πόλης της Χίου και φέρουν παραστάσεις του αγίου Γεωργίου του Δρακοντοκτόνου.
          Τέλος, το κτήριο σήμερα είναι περικυκλωμένο από κτήρια σε επαφή με αυτό (μαγαζιά κλπ), έτσι ώστε μόνο από την πλευρά της προσόψεως είναι τελείως ελεύθερο και ορατό.






 Βιβλιογραφία – Πηγές:

       1)  Βάσση Όλγας, Μεσαιωνική Χίος, Χίος 2014.
       2) Καββαδία Αριστέας, «Μετζιτιέ τζαμί», Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην
            Ελλάδα, Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντι- 
            νών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2008, σσ. 351-352
        3) ΤΕΔΚ Νομού Χίου, Χίος – Ψαρά – Οινούσσες, Χώρος και πολιτισμός, Χί-
             ος 2001.



Μαθήτριες: Κουσκουσάκη Μαρία, Κοκολιά Καλλιόπη, Περρίκου Δέσποινα και Μπόλια Δέσποινα – Στυλιανή

Καθηγητής: κ. Καρατζάς Κων/νος (ΠΕ01)

                                Εργασία Γ΄ Τριμήνου
             
Η Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου
 στις Οινουσσες



          Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου των Οινουσσών, βρίσκεται κτισμένο στο βορειοδυτικό άκρο της νήσου Αιγνούσας, υψηλότερα και σε μικρή απόσταση από τον απάνεμο ορμίσκο Τσελεπή ή Αρχοντολίμανο ανοιχτά του οποίου πέρασε ο Απόστολος Παύλος, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων. Απέχει από την πολίχνη των Οινουσσών πέντε χιλιόμετρα.
Η πρώτη συζήτηση για την ίδρυση του μοναστηριού έγινε σε ένα από τα δωμάτια της κλινικής Hirslanden της Ζυρίχης, στο οποίο νοσηλευόταν η Ειρήνη, η μικρότερη κόρη της εφοπλιστικής οικογένειας Πανάγου Διαμαντή Πατέρα. Εκεί, λόγω της μεγάλης αφοσίωσης της Ειρήνης στον Θεό συμφώνησαν οι γονείς της στην ίδρυση της Μονής.
Έπειτα από έναν χρόνο και μετά τον θάνατο της μοναχής πλέον Ειρήνης, η θέληση για την ίδρυση του μοναστηριού μπήκε πιο ζεστά στις καρδιές των γονέων της και την απόφαση τους αυτή ενθάρρυνε και στήριξε ο Μικρασιάτης ησυχαστής Γέροντας της Αίγινας Ιερώνυμος. Η άδεια ανέγερσης της Μονής εκδόθηκε με την ευλογία του τότε Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη (1946 – 1962) με ημερομηνία 7 Αυγούστου του 1961. Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους εγκρίθηκε και το Βασιλικό Διάταγμα για την ίδρυση της Μονής. Στις 25 Μαρτίου του 1962 μέσα σε ατμόσφαιρα βαθιάς κατάνυξης και με δοξολογίες, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Τα σχέδια και την εκτέλεση του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Κούτσης. Τα εγκαίνια του μοναστηριού τελέστηκαν στις 10 Αυγούστου του 1965. Πρώτη Ηγουμένη της Μονής χειροθετήθηκε η κτήτοράς της και μητέρα της μοναχής Ειρήνης, Κατίγκω Πατέρα με το όνομα Μαρία Μυρτιδιώτισσα.  
Η Μονή του Ευαγγελισμού αρχιτεκτονικά ακολουθεί την αγιορειτική τεχνοτροπία. Στο εσωτερικό της δεσπόζει το Καθολικό, δηλαδή ο κεντρικός ναός της, που είναι βυζαντινού ρυθμού και αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο Ναός καλύπτεται με δύο κυλινδρικούς τρούλλους από τους οποίους ο μεγαλύτερος υψώνεται στο κέντρο του κυρίως Ναού και ο μικρότερος στη μέση του νάρθηκα. Το μεγάλο θόλο του κυρίως Ναού στηρίζουν τέσσερις μεγάλοι, μαρμάρινοι στρογγυλοί κίονες, αρράβδωτοι, με μεγάλη επιστύλια πλάκα, που δίνουν την εντύπωση ότι χωρίζουν τον κυρίως Ναό σε τρία κλίτη. Ο ναός αγιογραφήθηκε από τον Φώτη Κόντογλου.
Παράπλευρα από το Καθολικό και σε μικρή απόσταση αυτό υψώνεται ο μικρός εκκλησιόσχημος τάφος, λιθοπερίβλητος και αυτός όπως το Καθολικό, στεγασμένος με κεραμοσκεπή κυλινδρικό θόλο και με μικρή κόγχη προς την ανατολική πλευρά. Στον ιερό χώρο αυτό αναπαύεται μέσα σε λάρνακα το σκήνωμα της μοναχής Ειρήνης. Στην κτητορικό αυτό τάφο αναπαύονται ακόμη τα λείψανα του πατέρα της μοναχής Ειρήνης, του μοναχού Ξενοφώντα και των αδελφών της Διαμαντή και Καλλιόπης.
Ο δεύτερος ιερός χώρος του Μοναστηρίου, η Τράπεζα βρίσκεται στο διαχωριστικό όριο της κύριας αυλής με μια μικρή υπηρεσιακή εσωτερικά. Είναι μεγάλο κτίριο, επίμηκες, καλυμμένο σε όλο το μήκος του με μεγάλο κυλινδρικό κεραμοσκεπή θόλο, τον οποίο στις πλάγιες εσωτερικές πλευρές του φέρει εσωτερικά ψευδοαψίδες (σε κάθε τέτοια αψίδα αντιστοιχεί κι ένα δίλοβο παράθυρο).
Δύο παρεκκλήσια είναι κτισμένα στο επάνω τμήμα της Μονής. Το ένα είναι αφιερωμένο στην Αγία Ματρώνα τη Χιοπολίτιδα και την Αγία Μακρίνα, ενώ το άλλο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Το κτιριακό συγκρότημα της Μονής συμπληρώνουν τα Κελλιά των μοναζουσών, το Αγιογραφικό εργαστήρι, το Αρχονταρίκι, το Εκθετήριο ειδών χειροτεχνίας, το Μαγειρείο, οι κλίβανοι, οι αποθήκες, οι σταύλοι, το Κοιμητήριο, το Οστεοφυλάκειο και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της Μονής.
Μοναδική πρόσβαση σε αυτήν ήταν αρχικά από την θαλάσσια πλευρά από τον ορμίσκο Τζελεπή, οπού υπάρχει μικρός ταρσανάς όπως και στις Μονές του Αγίου Όρους και στον οποίο ακόμη και τώρα προσεγγίζουν πλοιάρια για τις ανάγκες της Μονής κυρίως. Η σημερινή κύρια είσοδος της Μονής βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της. Σε αυτήν οδηγεί δρόμος, που ξεκινά από τον οικισμό των Οινουσσών, ανηφορίζει τους λόφους του Προφήτη Ηλία και της Ακρόπολης, αναρριχάται σε υψώματα και βουνοπλαγιές, για να καταλήξει στην είσοδο της Μονής, η οποία επικάθεται πάνω στην πλαγιά στον άξονα μικρής κοιλάδας. Πλακόστρωτος δρόμος περνά ανάμεσα από ψηλά διώροφα κτίρια, ξενώνες και βοηθητικούς χώρους και οδηγεί στην εξωτερική είσοδο, που είναι πλατειά, ξυλόγλυπτη με υπέρθυρο τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Στη βόρεια πλευρά του Μοναστηριού κι επάνω στην κορυφή υψηλού λόφου είναι κτισμένος ο Ναός της Αναλήψεως του Σωτήρος με δύο παρεκκλήσια.
Επάνω στην υψηλότερη κορυφή των περιβαλλόντων τη Μονή λόφων είναι τοποθετημένος μεγάλος βυζαντινός Σταυρός, ύψους δώδεκα μέτρων, τοποθετημένος σε σταυρική βάση. Είναι ορατός από μεγάλη απόσταση για ενίσχυση και παρηγοριά των διερχόμενων από το ανοιχτό πέλαγος ναυτικών μας.
            Η Μονή λειτουργεί με κοινοβιακό σύστημα και έχει, σήμερα, 15 μοναχές με Ηγουμένη τη Χριστονύμφη Μυρτιδιώτισσα. Ακολουθεί το παλαιό ή Γρηγοριανό λεγόμενο ημερολόγιο και γιορτάζει στις 25 Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Οι μοναχές, τέλος, ασχολούνται με την αγιογραφία, το χρυσοκέντημα ιερών εικόνων, την πλεκτική και την ιεροραπτική.






 Βιβλιογραφία – Πηγές:

1)     Χαλκιά – Στεφάνου Πόπης, Τα μοναστήρια της Χίου, Αθήναι 2003.
2)     Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Οινουσσών – Χίου, Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Οινουσσών – Χίου, Οινούσσαι Χίου 1988.
         3) Ημερολόγιον Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών του
              1991.
         4) Ημερολόγιον Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών του
              2016.




Μαθητές: Αλέξανδρος Μίρζα, Χρήστος Φαρμάκας, Κωνσταντίνος Μπίτσικας και Βαλάντης Μεστούσης

Καθηγητής: κ. Καρατζάς Κων/νος (ΠΕ01)

Εργασία Γ΄ Τριμήνου

Ο Πύργος του Πιτυούς



Το χωριό Πιτυός, που βρίσκεται στη βορειοδυτική Χίο, υπήρξε σημαντικός οχυρός σταθμός, με καλά διατηρημένα μέχρι και σήμερα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της πολεοδομίας των μεσαιωνικών οχυρωμένων οικισμών. Στην ανατολική άκρη του χωριού, οπού φτάνει κανείς μετά από μια πορεία στα λαβυρινθώδη δρομάκια του οικισμού, υψώνεται ο πύργος του Πιτυούς. Πρόκειται για μεγάλο τετράγωνο κτίσμα των χρόνων της κατοχής της Χίου από τους Γενοβέζους (1346-1566), το οποίο έλεγχε την πρόσβαση από τα ανατολικά και παρείχε ασφαλές καταφύγιο στους ντόπιους. Δεσπόζει σε μεγάλη απόσταση με τη θέση του και το μέγεθός του. Αποτελεί εντυπωσιακό δείγμα της οχυρωτικής στη Χίο.
Στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, όταν ο κίνδυνος των Τούρκων αυξάνοντας συνεχώς, οι Μαονείς ενίσχυσαν με πολλά έργα την άμυνα του νησιού. Τότε κτίστηκαν πολλοί πύργοι σε πολλά σημεία του νησιού, μεταξύ των οποίων και στο Πιτυός. Όμως, οι περισσότεροι από αυτούς τους πύργους διατηρούνται σήμερα σε κακή κατάσταση με της αρχική τους μορφή πολύ αλλοιωμένη.
 Ο πύργος του Πιτυούς έχει ακανόνιστο σχήμα ελλειψοειδές με δεκαέξι πλευρές περιμετρικά καμία από τις οποίες δεν έχει ίση διάσταση με τις άλλες. Η ποικιλία των διαστάσεων ως προς το πλάτος των πλευρών, το κτίσιμο χωρίς άξονα και χωρίς διάθεση ορθογωνισμού του κτιρίου δείχνουν ότι οι κατασκευαστές ακολούθησαν κυρίως  τη μορφολογία του εδάφους.
            Εσωτερικά, χωρίζεται σε τρία επίπεδα, στο ισόγειο, στον όροφο και στο δώμα και το συνολικό του ύψος ανέρχεται στα 13 μ. Στο ισόγειο υπάρχουν τρεις θολοσκεπείς χώροι από του οποίους οι δυο επιμήκεις χρησίμευαν ως αποθήκες υλικών, τροφίμων κλπ., ενώ ο τρίτος, ο μικρότερος είναι η στερνά του πύργου. Οι χώροι του ισογείου είναι περίκλειστοι, δεν έχουν κανενός είδους άνοιγμα προς τα έξω και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Ο όροφος αποτελείται από δυο μεγάλους θολοσκεπείς χώρους, που επικοινωνούν με ενδιάμεσο θυραίο άνοιγμα. Οι δυο χώροι επικοινωνούν τόσο με τους χώρους του ισογείου, όσο και με το δώμα μέσω καταπακτών. Η αρχική είσοδος στον πύργο γινόταν από άνοιγμα στη δυτική όψη του ορόφου που είναι στραμμένη προς το χωριό, σε αρκετό ύψος από το έδαφος, σε θέση που η τοιχοποιια φανερώνει την ύπαρξη φραγμένου ανοίγματος στο μέγεθος μιας πόρτας. Στις όψεις διακρίνονται, εκτός από τα ανοίγματα, ο κάνναβος των κυκλικών οπών για τις ξυλοδεσιές που υπάρχουν σε κανονικές αποστάσεις.
            Η σημερινή μορφή του πύργου είναι αποτέλεσμα τριών οικοδομικών φάσεων. Στην αρχαιότερη φάση, που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα κατασκευάσθηκε ένας πολυγωνικός πύργος –πιθανότατα εξάπλευρος– με ξύλινα μεσοπατώματα και κεραμοσκεπή, στο εσωτερικό του οποίου διαμορφώνονταν τουλάχιστον τρεις στάθμες (ισόγειο, όροφος και δώμα). Στη δεύτερη φάση, που χρονολογείται στο 15ο αιώνα στους χρόνους της Γενουατοκρατίας και μετά από κάποια καταστροφή που σημειώθηκε, ο αρχικός πολυγωνικός πυρήνας ενισχύθηκε. Τότε, συμπληρώθηκε και επενδύθηκε με ισχυρούς και παχείς τοίχους εξωτερικά, με αποτέλεσμα να λάβει το σημερινό του περίγραμμα και να εμφανίζει τη διαμόρφωση της σημερινής εξωτερικής του όψης. Στην τρίτη φάση, που χρονολογείται στο α΄ ήμισυ του 16ου αιώνα κατασκευάστηκαν στο εσωτερικό του κτιρίου οι θόλοι που καλύπτουν όλους του χώρους, καθώς και οι μεσαίοι τοίχοι, που τους στηρίζουν. Όσο για τις χρήσεις των χώρων του, το μεν ισόγειο, στο οποίο δεν υπήρχε πρόσβαση αρχικά ήταν χώρος αποθηκευτικός, ο όροφος προοριζόταν για διοικητικούς σκοπούς –παραμονή στρατιωτών φυλάκων του πύργου– και το δώμα για παρατηρητήριο.
             

  


 Βιβλιογραφία – Πηγές:
       1) Βάσση Όλγας, Μεσαιωνική Χίος, Χίος 2014.
       2) ΤΕΔΚ Νομού Χίου, Χίος – Ψαρά – Οινούσσες, Χώρος και πολιτισμός, Χί-
             ος 2001.



        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου